Η Ιχνηλασιμότητα ορίζεται επίσημα ως “Η ικανότητα παρακολούθησης της διακίνησης ενός τροφίμου κατά τις φάσεις της παραγωγής, επεξεργασίας και διανομής” (“The ability to follow the movement of a food through specified stage(s) of production, processing and distribution”). Στην πράξη ένα σύστημα ιχνηλασιμότητας είναι ένα ολοκληρωμένο σύστημα ταυτοποίησης, βασικός στόχος του οποίου είναι η δημιουργία μιας δυναμικής ταυτότητας για κάθε προϊόν, σε κάθε στάδιο της εφοδιαστικής αλυσίδας (από το ‘χωράφι’ στο ‘ράφι’).

Η ταυτότητα αυτή έχει τη μορφή ενός κωδικού πάνω στο προϊόν, καθώς και ενός αρχείου με πληροφορίες για το ιστορικό του προϊόντος και των συστατικών του, τόσο στα προηγούμενα και επόμενα στάδια της αλυσίδας (διαδοχική ιχνηλασιμότητα), όσο και στο τρέχον στάδιο (εσωτερική ιχνηλασιμότητα).

Η Ιχνηλασιμότητα διακρίνεται σε:

ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΜΠΡΟΣ (DOWNSTREAM) ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ:

Μπορούμε να εντοπίσουμε όλα τα LOT Number των προϊόντων που παρήχθησαν με τη χρησιμοποίηση ενός συγκεκριμένου LOT Number πρώτης ύλης.

ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΙΣΩ (UPSTREAM) ΙΧΝΗΛΑΣΙΜΟΤΗΤΑ:

Γνωρίζοντας το LOT Number του προϊόντος, μπορούμε να γνωρίζουμε όλα τα δεδομένα για τις πρώτες ύλες και τις συνθήκες παραγωγής.

Η βασική διαφορά ενός συστήματος ιχνηλασιμότητας από ένα σύστημα σχεδιασμού (π.χ. ERP) είναι ότι μας δίνει ακριβείς και αξιόπιστες πληροφορίες για το τι πραγματικά έγινε στο προϊόν και όχι για το τι θα έπρεπε να γίνει. Επιπλέον, τα συστήματα ιχνηλασιμότητας:

  • Δίνουν τις απαιτούμενες πληροφορίες για τον καλύτερο έλεγχο των διαδικασιών (π.χ. βέλτιστη χρήση πρώτων υλών, έλεγχος αποθεμάτων, προγραμματισμός παραγωγής ποιοτικός έλεγχος, κλπ.) για τους πελάτες, ελεγκτικούς φορείς, κλπ.
  • Βοηθούν στη διαχείριση περιπτώσεων κρίσεων (εντοπισμός προβλημάτων, εντοπισμός και απόσυρση ελαττωματικών παρτίδων, κλπ).
  • Μπορούν να τεκμηριώσουν ανά πάσα στιγμή τους ισχυρισμούς της επιχείρησης για τις ιδιότητες των προϊόντων της (π.χ. ποιότητα, προέλευση, GMO’s, κ.ο.κ.).